-
1 ἐσχατεύω
ἐσχατεύω, dasselbe, z. B. ἐσχατεύουσα τῆς 'Αρκαδίας Pol. 4, 77, 8; Theophr. u. Sp., auch nur im partic.
См. также в других словарях:
εσχατεύω — ἐσχατεύω (Α) [έσχατος] 1. ευρίσκομαι, είμαι στο άκρο («τὰ ἐσχατεύοντα τῶν δένδρων» τα άκρα, οι κλώνοι τών δέντρων, Θεόφρ.) 2. βρίσκομαι στο άκρο ενός τόπου («ἐσχατεύουσα τῆς Ἀρκαδίας», Πολ.) 3. είμαι ο λεπτότερος ή ο χαμηλότερος («ἐσχατεύω τῶν… … Dictionary of Greek