Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ἐσχατεύουσα τῆς 'Αρκαδίας

См. также в других словарях:

  • εσχατεύω — ἐσχατεύω (Α) [έσχατος] 1. ευρίσκομαι, είμαι στο άκρο («τὰ ἐσχατεύοντα τῶν δένδρων» τα άκρα, οι κλώνοι τών δέντρων, Θεόφρ.) 2. βρίσκομαι στο άκρο ενός τόπου («ἐσχατεύουσα τῆς Ἀρκαδίας», Πολ.) 3. είμαι ο λεπτότερος ή ο χαμηλότερος («ἐσχατεύω τῶν… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»